- παριτέ
- ηάκλ. διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για νομίσματα ή χρηματιστηριακές αξίες και σημαίνει την εμπορική ή ανταλλακτική ισοτιμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parite (< λατ. par, paris «ίσος»), πρβλ. πάρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παριτέ — παριτός accessible masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάριτε — πάρειμι 2 ibo pres imperat act 2nd pl πάρειμι 2 ibo pres ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάριθ' — πάριτε , πάρειμι 2 ibo pres imperat act 2nd pl πάριτε , πάρειμι 2 ibo pres ind act 2nd pl πάριθι , πάρειμι 2 ibo pres imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάριτ' — πάριτε , πάρειμι 2 ibo pres imperat act 2nd pl πάριτε , πάρειμι 2 ibo pres ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)